Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την παρέμβαση του Pierre Bourdieu στη διεθνή διάσκεψη για την πολιτική αξία του τομέα του πολιτισμού που τοποθετείται μεταξύ του κράτους και της αγοράς και η οποία, οργανωμένη από την Ι.G. Kultur Osterreich (ένα δίκτυο 350 αυστριακών ανεξάρτητων πολιτισμικών ομίλων και οργανώσεων), έλαβε χώρα στις 31.3.2000 στη Βιέννη.
Πέρα από το ειδικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η τοποθέτηση του συγγραφέα σχετικά με τα γνωστά ζητήματα της επικαιρότητας που διαστέλλουν τελευταία την Αυστρία, στο κείμενο αυτό ο Pierre Bourdieu ανακοινώνει μια σειρά δράσεις των οποίων ο θεμελιώδης στόχος είναι να τεθούν και να υλοποιηθούν οι όροι και τα μέτρα πραγμάτωσης μιας πραγματικά κοινωνικής Ευρώπης.
Επειτα από μια μακρά εργασία επεξεργασίας του στόχου και των ενεργειών για την επίτευξή του, στο εσωτερικό λιγότερο ή περισσότερο συγκροτημένων δομών συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο μεταξύ συνδικαλιστικών φορέων, κοινωνικών κινημάτων, κοινωνικών οργανώσεων, ομίλων παρέμβασης και κύκλων διανοουμένων, συντονισμένη από το ευρωπαϊκό δίκτυο του ομίλου Λόγοι Δράσης, διαμορφώθηκε η κοινή πεποίθηση ότι μια πραγματικά κοινωνική Ευρώπη θα έχει ένα δυναμικό και αποτελεσματικό ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα, αλλιώς δεν θα μπορέσει να υπάρξει. Ο όμιλος Λόγοι Δράσης, αυτό το διεθνές συλλογικό όργανο διανοουμένων που ιδρύθηκε το 1996 με πρωτοβουλία του Pierre Bourdieu και με στόχο, κατ’ αρχάς κινητοποιώντας τις ειδικές πηγές ενέργειάς τους, την επανεγκαθίδρυση των δικαιωμάτων της κριτικής μέσω της παρέμβασης στο πολιτικό πεδίο, υποστήριξε επίσης αυτή την εργασία και με μια σειρά παράλληλες, σχετικά αυτόνομες, δραστηριότητες των οποίων οι εκδόσεις «Λόγοι Δράσης» δεν αποτελούν παρά μια διάσταση (βλ. την ελληνική σειρά «Λόγοι Δράσης», εκδόσεις Πατάκης). Στην προοπτική αυτή και δεδομένου ότι, παρ’ όλες τις διάφορες παραλλαγές και διαβαθμίσεις, η κυριαρχία των σχημάτων της νεοφιλελεύθερης σκέψης σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εξαγνισμένη στην κολυμπήθρα του «πολιτιστικού οικονομισμού» και του «οικονομιστικού καπιταλισμού», κατέληξε να αναδιαμορφώσει τις κοινωνικές σχέσεις και τις πολιτισμικές πρακτικές των περισσοτέρων κοινωνιών στη βάση του υποδείγματος της απόσυρσης του κράτους, της εμπορευματοποίησης των δημοσίων αγαθών και της γενίκευσης της κοινωνικής ανασφάλειας, το ζήτημα που τίθεται είναι πώς είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί η βίαιη επιβολή αυτής της πολιτικοοικονομικής κυριαρχίας νεοφιλελεύθερης προοπτικής; Ποιες είναι οι νέες μορφές αντίστασης και ποιοι οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές ικανοί να συγκροτήσουν ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα που θα αντισταθεί στους μηχανισμούς μετατροπής της οικονομίας σε κοινωνική τεχνική κυριαρχίας; Ποια είναι τα εμπόδια που αντιμετωπίζει;
Σε αυτή την προσπάθεια οι διανοούμενοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν αποτελεσματικά και μόνιμα την κριτική σκέψη, ικανή όχι μόνο να αντικαταστήσει τις έννοιες που συμβάλλουν στην επικύρωση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, μέσω της αποδόμησης της εργασίας γενικευμένης επιβολής των νεοφιλελεύθερων προβληματικών που διαχέουν οι «ντίβες» της νεοφιλελεύθερης δόξας, αλλά και να υποστηρίξουν, μέσω των επιδράσεων αυθεντίας που παράγει το ειδικό κεφάλαιό τους, μια Realpolitik των αναγκαίων συμβολικών αγώνων ενάντια στη λατρεία των winners και στον στιγματισμό των losers που νομιμοποιεί αυτός ο κοινωνικός νεοδαρβινισμός.
Η πρώτη δέσμη προτάσεων εικονοκλαστικής δράσης προς επίτευξη αυτού του στόχου, που ανακοινώνει στενογραφικά ο Pierre Bourdieu, αρχίζοντας από τη δημοσίευση σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες την 1η Μαΐου της Χάρτας του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος και καταλήγοντας σε μια πρώτη φάση στη διοργάνωση της Γενικής Συνέλευσης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος στην Αθήνα την άνοιξη του 2001, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ανεδαφική, ανεύθυνη ίσως, κυρίως από όλους αυτούς οι οποίοι μέσα σε ένα περιβάλλον διάχυτου κυνισμού όπου είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τον νεο-ρεαλισμό και τον νεο-κυνισμό της πεφωτισμένης «Αριστεράς» από τη σκέψη της πιο παραδοσιακής Δεξιάς κυρίως όταν ο ρεαλισμός του κυνισμού θεμελιώνεται στον κυνισμό του ρεαλισμού «περνούν με άνεση από τον κομφορμισμό της ανατροπής και της υποχρεωτικής ριζοσπαστικότητας στον κομφορμισμό της συναινετικής ένταξης».
Η αίσθηση της μεροληπτικής αισιοδοξίας που προκαλούν οι προτάσεις αυτού του κειμένου δεν είναι παρά ένας δείκτης της απόστασης που μας χωρίζει από την ιστορική εμπειρία, η οποία, σύμφωνα με τον Max Weber, επιβεβαιώνει ότι δεν θα έχουμε ποτέ «επιτύχει το δυνατόν αν μέσα στον κόσμο δεν επιτιθέμεθα ακατάπαυστα στο αδύνατον».
Ο κ. Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.